Ο ρόλος της αυτοματοποίησης στην νέα εποχή των logistics

Άρθρο στην Εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Ένθετο ΥΠΟΔΟΜΕΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: Της Κατερίνας Φάτση, Advisory, Strategy & Operations Manager, KPMG στην Ελλάδα

Άρθρο στην Εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, Ένθετο ΥΠΟΔΟΜΕΣ - ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: Της Κατερίνας Φάτση...

Ο τομέας των Μεταφορών και Logistics στην Ελλάδα με την πάροδο της τελευταίας δεκαετίας έχει υποστεί σημαντικές αλλαγές και έχει καταφέρει να ανακάμψει από αρκετές προκλήσεις που εμφανίστηκαν. Αναδεικνύεται ως ένας κλάδος που έχει επιδείξει σημαντική ανάπτυξη τα έτη 2016-2019 ακολουθώντας ανοδική τάση. Παρά το πλήγμα στην αρχή της πανδημίας, σημειώθηκε γρήγορη ανάκαμψη με αύξηση του κύκλου εργασιών κατά 21% για τα έτη 2020-2021, κάτι που οφείλεται κυρίως στην ραγδαία αύξηση της ζήτησης λόγω ανάπτυξης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Το σταθερά αυξανόμενο περιθώριο EBITDA των εταιριών 3PL που παρουσιάζουν κύκλο εργασιών από 1 εκ. ευρώ και άνω, άγγιξε το 8,4% το 2021 και αποδεικνύει τη θετική πορεία του κλάδου προσελκύοντας νέους επενδυτές, που προχωρούν στην κατασκευή σύγχρονων εγκαταστάσεων.


Σε μία αγορά που αποτελείται κυρίως από μικρομεσαίους παίκτες και διακρίνεται από υψηλά επίπεδα κατακερματισμού, εντείνεται η ανάγκη των υφιστάμενων επιχειρήσεων να παραμείνουν ανταγωνιστικές σε σχέση με τους νέους παίχτες. Το τοπίο απαρτίζεται από παλιές κυρίως εγκαταστάσεις, αρχικά σχεδιασμένες για μικρό όγκο παραγγελιών, οι οποίες αδυνατούν να εξυπηρετήσουν την αυξημένη ζήτηση. Οι υφιστάμενες υποδομές έχουν αγγίξει το μέγιστο όριο χωρητικότητας, έχοντας ως αποτέλεσμα προβλήματα λειτουργικά αλλά και ασφάλειας. Προκαλούνται καθυστερήσεις και αύξηση των ποιοτικών λαθών ειδικά κατά τις περιόδους αιχμής αποτελώντας σημείο πόνου για το σύνολο της αλυσίδας εφοδιασμού. Οι προκλήσεις αυτές σε συνδυασμό με τις απαιτήσεις των καταναλωτών ασκούν πίεση στις επιχειρήσεις, οι οποίες χάνουν μερίδιο αγοράς όταν αποτυγχάνουν να ανταποκριθούν στο απαιτούμενο επίπεδο εξυπηρέτησης.

Επομένως, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη για εκσυγχρονισμό των υπαρχουσών εγκαταστάσεων, με την εισαγωγή συστημάτων αυτοματισμού να αποτελεί μονόδρομο, δίνοντας παράταση στη χρήση ενός υφιστάμενου χώρου. Το δίλημμα της δραστικής αλλαγής συστημάτων ή της σταδιακής αυτοματοποίησης απασχολεί ήδη πολλές ελληνικές επιχειρήσεις, που προχωρούν σε μελέτες σκοπιμότητας προκειμένου να εξετάσουν τις πιθανές λύσεις. Η λύση της πλήρους αυτοματοποίησης – δηλαδή η ριζική αλλαγή των λειτουργιών του χώρου, εγκαθιστώντας εξολοκλήρου συστήματα αυτοματισμού - έχει το πλεονέκτημα της καθαρής λύσης, απαιτεί ωστόσο μία πολύ υψηλή αρχική επένδυση την οποία πολλές επιχειρήσεις αδυνατούν να πραγματοποιήσουν. Επιπρόσθετα, μια ριζική αλλαγή συστημάτων απαιτεί την παύση των λειτουργιών του κέντρου, η οποία ενδεχομένως να μην είναι δυνατή – ή την ανάπτυξη μιας εντελώς νέας υποδομής σε νέα θέση και εγκατάλειψη της παλαιάς, λύση η οποία συχνά συναντά εμπόδια ανεύρεσης νέας κατάλληλης τοποθεσίας και ύψους επένδυσης.  

Αντίθετα, η λύση της σταδιακής αυτοματοποίησης είναι πολύ πιο δελεαστική στη μέση επιχείρηση, αφού επί της αρχής είναι δυνατή η εφαρμογή της χωρίς τη διακοπή λειτουργίας των υφιστάμενων εγκαταστάσεων ενώ είναι πολύ πιο διαχειρίσιμη από πλευράς ύψους επένδυσης. Η μεγαλύτερη πρόκληση για την σταδιακή εισαγωγή αυτοματισμών έχει να κάνει με την συνύπαρξη ρομπότ και ανθρώπων στον ίδιο χώρο – κάτι το οποίο καταρχάς δεν μπορεί να λειτουργήσει. Ωστόσο νέες τεχνολογίες επιτρέπουν την συνύπαρξη αυτή, μέσω της κατασκευής ανεξάρτητων νησίδων (picking stations) οι οποίες λειτουργούν ως διεπαφή μεταξύ των αυτοματοποιημένων ροών από ρομποτικά συστήματα και των παραδοσιακών ροών από εργαζόμενους – διασφαλίζοντας τη συνεχή ροή των εμπορευμάτων. Με σταδιακή αύξηση του αριθμού των νησίδων αυτών μπορεί να επιτευχθεί βαθμιαία η πλήρης τελικά  αυτοματοποίηση.

Επιπλέον, η μέθοδος αυτή επιτρέπει σταδιακή υλοποίηση της επένδυσης – εξασφαλίζοντας έτσι την διαπίστωση της βιωσιμότητας και λειτουργικότητας στην πράξη πριν την ανάληψη μεγαλύτερου μεγέθους επενδύσεων. Σε κάθε περίπτωση η ανάλυσή μας έχει δείξει ότι ο σημαντικότερος παράγοντας για την βιωσιμότητα μιας τέτοιας επένδυσης είναι το εργατικό κόστος – και συγκεκριμένα ότι για ετήσιο κόστος πάνω από 22.000 ευρώ ανά FTE υπολογίζεται IRR πάνω από 10%, με την ελάχιστη δυνατή αρχική επένδυση.

Η καταλληλότητα τέτοιων συστημάτων βέβαια εξαρτάται άμεσα από την χωροταξία του κτίσματος και τα χαρακτηριστικά των εμπορευμάτων. Τα συστήματα αυτοματισμού διαθέτουν περιορισμούς ως προς το βάρος, τα ογκομετρικά στοιχεία και τη φύση των προϊόντων. Μεγάλες λευκές συσκευές, εύφλεκτα υλικά, προϊόντα που απαιτούν συγκεκριμένες θερμοκρασιακές συνθήκες αποτελούν κατηγορίες που χρειάζονται ιδιαίτερη προσοχή στη μελέτη και χειρισμό. Μία επιπλέον πρόκληση είναι και η περιορισμένη διαθεσιμότητα εξοπλισμού λόγω μεγάλης ζήτησης διεθνώς καθώς και η περιορισμένη παρουσία παροχών τέτοιων τεχνολογιών στην Ελλάδα ώστε να εξασφαλιστεί το κατάλληλο επίπεδο τεχνικής υποστήριξης. Αυτός είναι άλλος ένας λόγος που η σταδιακή υλοποίηση μιας τέτοιας επένδυσης ενδείκνυται – αφού μπορεί να ελαχιστοποιήσει το ρίσκο.

Συμπερασματικά, μία λύση σταδιακής αυτοματοποίησης μπορεί να δώσει μια ανάσα ανανέωσης σε επιχειρήσεις που έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες των υφιστάμενων εγκαταστάσεών τους, βοηθώντας τες να ανταποκριθούν στις σύγχρονες απαιτήσεις των καταναλωτών για υπηρεσίες με υψηλή ποιότητα, ταχύτητα και χαμηλό κόστος, και κάνοντας τες έτσι πιο ανταγωνιστικές. Ταυτόχρονα αυτό μπορεί να επιτευχθεί χωρίς διατάραξη της υφιστάμενης λειτουργίας της εφοδιαστικής αλυσίδας, με εξασφάλιση της λειτουργικότητας και βιωσιμότητας της επένδυσης και με ελαχιστοποίηση του ρίσκου λειτουργίας.

katerina fatsi

Κατερίνα Φάτση


Advisory, Strategy & Operations Manager,
KPMG στην Ελλάδα