Ηλεκτρονική τιμολόγηση και διαβίβαση στοιχείων: μεγάλη ευκαιρία, ή ακόμα μία υποχρέωση φορολογικής συμμόρφωσης;

Ηλεκτρονική τιμολόγηση και διαβίβαση στοιχείων

Αέρα εκσυγχρονισμού θέλει να φέρει η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) στον τρόπο με τον οποίο θα εκπληρώνουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις εταιρείες και επιχειρηματίες, ακολουθώντας το παράδειγμα άλλων χώρων, με πιο πρόσφατο αυτό της Ουγγαρίας.

1000
Picture of Nick Kalofonos

Senior Manager, Tax

KPMG στην Ελλάδα

Email

Συγκεκριμένα, η ΑΑΔΕ εξετάζει τη σταδιακή μετάβαση σε ένα καθεστώς όπου η ηλεκτρονική τιμολόγηση θα είναι υποχρεωτική, με τις επιχειρήσεις να έχουν, επιπλέον, την υποχρέωση να διαβιβάζουν σε πραγματικό χρόνο στις φορολογικές αρχές δεδομένα που θα αφορούν ηλεκτρονικά τιμολόγια εσόδων και εξόδων. Το εν λόγω μέτρο έχει ανακοινωθεί ότι θα ισχύσει για μεγάλες επιχειρήσεις από τον Ιανουάριο του 2019, με την καθολική εφαρμογή του να ακολουθεί το 2020. Παράλληλα, υπάρχουν σκέψεις για την υποχρεωτική διασύνδεση των ταμειακών μηχανών με τις φορολογικές αρχές, ούτως ώστε οι τελευταίες να λαμβάνουν άμεση πληροφόρηση και για τα έσοδα των λιανεμπόρων. Στόχος των παραπάνω ενεργειών είναι η πάταξη της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, αφού εκτιμάται ότι θα περιοριστούν σε σημαντικό βαθμό περιπτώσεις μη έκδοσης, ή έκδοσης πλαστών και εικονικών φορολογικών στοιχείων.

Ωφελημένο, όμως, δεν θα είναι μόνο το Δημόσιο, αλλά (δυνητικά τουλάχιστον) και οι ίδιες οι επιχειρήσεις. Με μία πρώτη ανάγνωση, το νέο καθεστώς αναμένεται να φέρει την κατάργηση των συγκεντρωτικών καταστάσεων πελατών-προμηθευτών, αφαιρώντας, έτσι, ένα βάρος από τις πλάτες των επιχειρήσεων και αυτό γιατί η συμπλήρωση των παραπάνω καταστάσεων μπορεί να καταστεί εξαιρετικά χρονοβόρα, ακόμα και για μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ωστόσο, το σημαντικότερο όφελος θα προκύψει εφόσον οι αρχές έχουν τη βούληση να προχωρήσουν σε ορισμένες δομικές αλλαγές. Πρώτον, η φορολογική διοίκηση θα πρέπει να εκμεταλλευτεί τη δυνατότητα που θα έχει για άμεση διασταύρωση των διαβιβασθέντων στοιχείων με τις σχετικές τραπεζικές κινήσεις, ούτως ώστε να πραγματοποιεί άμεσους και ουσιαστικότερους ελέγχους. Οι επιχειρήσεις θα μπορούν, έτσι, να ασχολούνται περισσότερο με την παραγωγική τους διαδικασία και λιγότερο με την εξυπηρέτηση φορολογικών ελεγκτών, οι οποίοι, με το τωρινό καθεστώς, συχνά εστιάζουν στον εντοπισμό παραβάσεων φορμαλιστικού χαρακτήρα που καταλήγουν σε δυσανάλογα υψηλά πρόστιμα. Ταυτόχρονα, οι φορολογικές αρχές θα μπορούν να πραγματοποιούν επιστροφές ΦΠΑ σε μικρότερους χρόνους, αφού δεν θα χρειάζεται πλέον να αξιολογούν τις σχετικές αιτήσεις και να διενεργούν ελέγχους.

Δεύτερον, με τη χρήση της τεχνολογίας η Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων θα μπορεί να αξιολογεί, φορολογικά, τα διαβιβασθέντα δεδομένα, και να προσυμπληρώνει τις δηλώσεις εισοδήματος νομικών προσώπων και τις δηλώσεις ΦΠΑ (όπως γίνεται ήδη με τις δηλώσεις εισοδήματος φυσικών προσώπων). Με αυτόν τον τρόπο, οι επιχειρήσεις θα επενδύουν χρόνο μόνο για την επιβεβαίωση της ορθότητας των προσυμπληρωμένων στοιχείων και για την προσθήκη επιπλέον στοιχείων που δεν θα αφορούν τιμολογηθείσες συναλλαγές (π.χ. λήψη μερισμάτων).

Τρίτον, λειτουργώντας με γνώμονα την πρόληψη, αντί της επιβολής προστίμων η φορολογική διοίκηση θα μπορούσε να συνδέσει την μη ορθή διαβίβαση στοιχείων στις αρχές με την απώλεια του δικαιώματος έκπτωσης των σχετικών δαπανών για σκοπούς εισοδήματος και ΦΠΑ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι αρχές θα δείξουν έμπρακτα διάθεση αποκατάστασης των σχέσεων εμπιστοσύνης με τις επιχειρήσεις, στις οποίες θα μεταβιβάζουν, εν μέρει, αρμοδιότητες ελέγχου, αφού οι τελευταίες θα έχουν πλέον κίνητρο να ζητούν από τους προμηθευτές τους την έγκαιρη και ακριβή (ηλεκτρονική) τιμολόγησή τους, ώστε να εξασφαλίζεται η εκπτωσιμότητα των δαπανών τους.

Από τα παραπάνω καθίσταται σαφές ότι, με αφορμή των υποχρεωτική ηλεκτρονική τιμολόγηση και διαβίβαση στοιχείων, η φορολογική διοίκηση έχει μπροστά της μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για διαρθρωτικές αλλαγές, χρησιμοποιώντας την τεχνολογία με σκοπό να δημιουργήσει ένα φορολογικό περιβάλλον περισσότερο φιλικό προς το επιχειρείν. Βασική προϋπόθεση είναι ο σωστός και έγκαιρος σχεδιασμός, ώστε το νέο καθεστώς να μην δημιουργήσει (σημαντικές) πρόσθετες επιβαρύνσεις για τις επιχειρήσεις, όπως, για παράδειγμα, για την παραμετροποίηση των συστημάτων τους, την αγορά νέου λογισμικού, την εκπαίδευση προσωπικού, κτλ.

© 2024 KPMG Λογιστές Μονοπρόσωπη Α.Ε., Ελληνική Ανώνυμη Εταιρεία και μέλος του διεθνούς οργανισμού ανεξάρτητων εταιρειών-μελών της KPMG συνδεδεμένων με την KPMG International Limited, ιδιωτική Αγγλική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με εγγυητικές εισφορές. Με την επιφύλαξη κάθε δικαιώματος.

Συνδεθείτε μαζί μας